- χειρωνακτικός
- η , ό[ν]1) ручной, кустарный; 2) ремесленный; 3) ручной, физический;
χειρωνακτική εργασία — физический труд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειρωνακτική εργασία — физический труд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ … Dictionary of Greek
χειρωνακτικῶν — χειρωνακτικός of fem gen pl χειρωνακτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνακτικόν — χειρωνακτικός of masc acc sg χειρωνακτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνακτικαῖς — χειρωνακτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνακτικαί — χειρωνακτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνακτικῆς — χειρωνακτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνακτικήν — χειρωνακτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρικός — ή, όν, Α [χείρ, χειρός] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.). επίρρ... χειρικῶς Α με τα χέρια … Dictionary of Greek
χερικός — ή, όν, ΜΑ [χέριον] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χερικὴ ἐργασία», πάπ.) … Dictionary of Greek
χειρωνακτικάς — χειρωνακτικά̱ς , χειρωνακτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)